- κορασιώδης
- κορᾱσ-ιώδης, ες,A girlish, Com.Adesp.146, Plu.2.528a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορασιώδης — κορασιώδης, ῶδες (Α) αυτός που αρμόζει σε κοράσια, κοριτσίστικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράσιον + κατάλ. ώδης (πρβλ. κυματ ώδης, πνευματ ώδης)] … Dictionary of Greek
κορασιώδη — κορασιώδης girlish neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κορασιώδης girlish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κορασιώδης girlish masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορασιώδεις — κορασιώδης girlish masc/fem acc pl κορασιώδης girlish masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)